- νοτερός
- νοτερόςdampmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοτερός — ή, ό (ΑΜ νοτερός, ά, όν) γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.) μσν. (για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν η υγρασία. επίρρ... νοτερά με… … Dictionary of Greek
νοτερά — νοτερός damp neut nom/voc/acc pl νοτερά̱ , νοτερός damp fem nom/voc/acc dual νοτερά̱ , νοτερός damp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτερώτερον — νοτερός damp adverbial comp νοτερός damp masc acc comp sg νοτερός damp neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτερῶν — νοτερός damp fem gen pl νοτερός damp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτερόν — νοτερός damp masc acc sg νοτερός damp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεραῖς — νοτερός damp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεραί — νοτερός damp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεροῖς — νοτερός damp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεροῖσι — νοτερός damp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοτεροί — νοτερός damp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)